Φωτογραφίες 1ης μέρας
Αριστέρά: Δημήτρης Βεζύρογλου, Δεξιά: Κωνσταντίνος Κυριάκος
Φωτογραφίες 2ης μέρας
Αριστερά: Άννα Φόνσου, Δεξιά: Αναματερός
Αριστερά: Άννα Φόνσου, Δεξιά: Βασίλης Βαφέας
Γιούργος, Ράπτης, Καλεσάκη, Αναματερός
Μανώλης Γιούργος, Τάσος Ράπτης
Φωτογραφίες 3ης μέρας
Αναματερός
Βίτσικας, Φόνσου, Αξελός
Βίτσικας, Φόνσου, Αξελός
Βαφέας, Κουμούτση
Βασίλης Βαφέας, Τάσος Γουδέλης
Ομιλία Δημήτρη Βεζύρογλου:
Ο Σωκράτης Καψάσκης ως ιδρυτής και διευθυντής του Κινηματογράφου Τέχνης «Στούντιο»
Αφιέρωμα στον Σ. Καψάσκη, Αθήνα, σινεμά To Στούντιο, 30 Οκτωβρίου 2017
Θα ήθελα να πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Βελισσάριο Κοσσυβάκη και στον Βασσίλη Βαφέα για την οργάνωση αυτής της εκδήλωσης και για την πρόσκληση σε μένα να την παρουσίασω.
Η έρευνά μου για την ιστορία του Σωκράτη Καψάσκη και του Στούντιο άρχισε κατά τύχη, με την ανακάλυψη ενός ντοκουμέντου στα αρχεία της εταιρίας διανομής ISKRA, του Chris Marker, στο Παρίσι. Ένα γράμμα του Καψάσκη, γραμμένο το Σεπτέμβρι 1974, στο οποίο περιγράφει την αίθουσά του. Εκεί αναφέρεται:
«Είμαστε μια εμπορική επιχείρηση, αλλά είναι λάθος να πούμε ότι δουλεύουμε για το κέρδος. Το ΣΤΟΥΝΤΙΟ ιδρύθηκε το 1967, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα. Δουλέψαμε σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και χρειάστηκε να κλείσουμε αρκετές φορές. Αλλά τελικά επιζήσαμε. Η καινούρια μας αίθουσα (από το Νοέμβρη 1972) είναι μεγάλη: 640 θέσεις. Στο χώρο του κινηματογράφου υπάρχουν α) μιά βιβλιοθήκη για τους φοιτητές, β) ένα δισκοπωλείο για μουσική απο κινηματογραφικά έργα, γ) μιά πινακοθήκη και δ) μιά μικρή αίθουσα 60 θέσεων, εξοπλισμένη με μηχανή 16 χιλιοστά, που θα λειτουργεί, από δω και πέρα, σαν ταινιοθήκη και σαν χώρος παρουσίασης της δουλιάς νέων δημιουργών του ελληνικού σινεμά. Η αίθουσα αυτή θα λειτουργεί δωρεάν, χωρίς εισητήριο. (...) Ο στόχος μας είναι να γίνει το ΣΤΟΥΝΤΙΟ η φωνή όλης της Αριστεράς. (...) Όλα θα ξαναγεννηθούν απ’ την αρχή. Υπάρχει πάρα πολύ δουλιά να γίνει. Αλλά η διανομή των έργων σας θα εξασφαλιστεί μόνο για τις δύο μεγάλες πόλεις και μόνο για φοιτητές και αριστερούς διανοούμενους. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι. Θα κάνουμε το παν για να αλλάξει και σας ζητώ να έρθει κάποιος από σας εδώ, φέτος το χειμόνα, να μας δώσει ιδέες και συμβουλές.»
Σαν ιστορικός του κινηματογράφου και γυιός Έλληνα που εναντιώθηκε στη Δικτατορία. Ενδιαφέρθηκα πολύ γι’αυτή την ιστορία, όπου συναντόνται πολιτικός και κινηματογραφικός ακτιβισμός, και άρχισα έρευνες εδώ, στην Αθήνα. Πήγα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, στα Αρχεία Σύγχρονης και Κοινονικής Ιστορίας και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Μένουν να γίνουν πολλές έρευνες ακόμα, αλλά άρχισα να ξετυλίγω το νήμα αυτής της ιστορίας, χάριν επίσης στο γυιό του Σωκράτη, Αλέξανδρο Καψάσκη, και στο Βασίλη Βαφέα. Τους ευχαριστώ θέρμα.
Το 1967, ο Σωκράτης Καψάσκης σταματάει ξαφνικά και αμετάκλητα να κινηματογράφει, ενώ είχε δουλέψει αδιάκοπα για δώδεκα χρόνια σαν σκηνοθέτης. Οι λόγοι αυτής της επιλογής είναι ακόμα δύσκολο να διατυπωθούν με ακρίβεια: όπως έχετε διαπιστώσει, τα προσωπικά του αρχεία έχουν σχεδόν όλα χαθεί. Λέγεται ότι είχε λίγη εκτίμηση για τα δικά του έργα: οι προβολές αυτές τις τρις βραδιές όμως θα μας δείξουν ότι δεν είχε κανένα λόγο να αμφιβάλλει για το ταλέντο του . Και είναι γεγονός ότι η επιλογή του να ανοίξει μιά αίθουσα κινηματογράφου συμπτήζει με το πραξικόπημα και εκμεταλλεύεται την σύμπτωση αυτή για να μεταμορφώσει την επιχείρηση αυτή σε μέσον δράσης αντι-δικτατορίας.
Ανοίγει την πρώτη του αίθουσα, το ΣΤΟΥΝΤΙΟ, στην οδό Τρικόρφων, στην γειτονιά της 3ης Σεπτεμβρίου, τη Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 1967, ακριβώς πενήντα χρόνια πριν. Το 1972, ανοίγει μιά δεύτερη, με το ίδιο όνομα, στην οδό Σταυροπούλου, πλατεία Αμερικής: εδώ που βρισκόμαστε απόψε. Ένα χρόνο μετά, κλείνει την πρώτη αίθουσα και κρατάει αυτήν της πλατείας Αμερικήςμ που θα συνεχίσει να διευθύνει μέχρι το 1985.
Κατά την περίοδο της Δικτατορίας ο Καψάσκης προγραμματίζει τους πιό διάσημους σκηνοθέτες του σινεμά της δεκαετίας του 60: Jean-Luc Godard, Federico Fellini, Ingmar Bergman, Hiroshi Teshigahara, Grigori Kozintzev, Luis Bunuel, Μιχάλης Κακογιάννης, Elia Kazan η Sidney Lumet. Αυτός ο προγραμματισμός αποτέλει από μόνος του πράξη αντιστάσης: σε μιά χρονική στιγμή που η ελληνική νεολαία βρίσκεται ξεκομμένη από τον άλλο κόσμο λόγω της δικτατορικής καταπίεσης, ο Καψάσκης ανοίγει τον κρουνό γιά καλλιτεχνική δημιουργία και όλα τα φιλμ που προβάλει είναι αντίστοιχα παράθυρα που ανοίγουν σ’ένα κόσμο σε πλήρη αναβρασμό. Όμως η πιό χαρακτηριστική επιλογή αυτού του προγραμματισμού του, τα σκοτεινά αυτά χρόνια, είναι ίσως η ισχυρή παρουσία του βρεταννικού των Tony Richardson, Lindsay Anderson, Peter Watkins, David Greene η Richard Lester. Η προβολή των έργων αυτού του «νέου κύματος», πιό πολιτικοποιημένο από άλλα, του επέτρεπε να μιλάει στους νέους της Αθήνας τη γλώσσα της εξέγερσης, που η επίσημη λογοκρισία δεν άφηνε να εκφραστεί ανοιχτά. Με την έννια αυτή, ο Καψάσκης έπνιξε ένα αδιαμφισβήτητο ρόλο στην Αντίσταση την πολιτιστική, άρα πολιτική, εναντία στη δικτατορία. Το Μάη του ’68, την εποχή που η νεολαία του Παρισιού εξεγείρεται, προγραμματίζει την προβολή των έργων Αρσενικό-θηλικό και Ο τρελός Πιερό του Godard, σαν να δίνει στο κοινό του, στερημένο από την ελεύθερη έκφραση, την δυνατότητα συμμετοχής σ’αυτό το τεράστιο απελευθερωτικό νεολαιίστικο κίνημα.
Η αίθουσα, υπό παρακολουθήση και διάβρωση εκ μέρους της χουντικής αστυνομίας, αναγκάζεται να κλείσει πολλές φορές. Παρ’όλ’αυτά, η επιρροή της δυναμώνει και μεγαλώνει: το κοινό δίνει πάντα το παρόν και παρατείνει τις συζητήσεις μετά το έργο μέσα στην αίθουσα, στο μπαρμ στη βιβλιοθήκη. Οι συζητήσεις είναι συχνά έντονες, και μπορούμε να φανταστούμε την ικανοποίηση του Καψάσκη, εκείνος που έγραφε, το 1968, σε μιά διαφήμηση της αίθουσας του: «Ακολουθούμε με συνέπια την γραμμή που χαράξαμε. Στο Studio θα δήτε πάντα μιά ταινία που θα εγκρίνετε ανεπιφύλαχτα η που θα απορρίψετε έντονα. Στο Studio δεν θα δήτε ποτέ μιά ταινία αδιάφορη!!» Να κρατήσουμε ζωντανό το κριτικό πνεύμα της νεοιλαίας αυτής : αυτός ήταν ο στόχος του, και το εκπλήρωσε με κουράγιο και επιμονή, σ’αυτά τα δύσκολα χρόνια. Εξ άλλου, άπο την αρχή εμψύχωνε τους νέους έλληνες σκηνοθέτες, υποστήριζε τη δουλιά τους και έδειχνε τις μικρόυ μήκους ταινίες τους στην αρχη των προβολών.Μερικά απ’αυτά θα τα δείτε αυτές τις τρείς μέρες.
Μετά την πτώση της δικατορίας το 1974, ο Καψάσκης προχωράει παρά πέρα. Παράλληλα με το ελληνικό σινεμά, προγραμματίζει την προβολή έργων όλο και πιό πολιτικοποιημένα και απατητικά: το Salò του Pasolini, το επτάωρο Hitler του Syberberg, φεμινιστικά φιλμ, στρατευμένα έργα, γαλλικά και κουβανέζικα. Την εποχή αυτή, το ΣΤΟΥΝΤΙΟ γίνεται κάτι παραπάνω από μιά αίθουσα κινηματογράφου: κέντρο δράσης πολιτιστικής, πολιτικής, κοινωνικής. Σε μιά δύσκολη εποχή, όπου η τηλεόραση συναγωνίζεται όλο και περισσότερο το σινεμά, ο Καψάσκης αντιστάθηκε στη πολιτιστική και πολιτική αυτή ομογενοποίηση, μέχρι το 1985, οπότε επέστρεψε στη λογοτεχνία, πρώτο του έρωτα.
Πολλοί σήμερα εδώ μπορούν να βεβαίωσουν, καλύτερα από μένα, αυτό που μπόρεσε να προσφέρει στο αθηναϊκό κοινό, επί δύο δεκαετίες. Απ’ τη μεριά μου, σαν ιστορικός, μπορώ να βεβαιώσω ότι υπήρξε ένας μείζων παράγοντας της αθηναϊκής πολιτιστικής ζωής, σε μιά περίοδο κομβική και σκληρή της ελληνικής ιστορίας, και που, κατά τον ιστορικό Κωστή Κορνέτης (Τα παιδιά της δικτατορίας), ανέδειξε το σινεμά σε «όπλο» ενάντια στην καταπίεση και συγχρόνως σε «παράθυρο ανοιχτό στον κόσμο».
Δημήτρης Βεζύρογλου
Αναπληρωτής καθηγητής ιστορίας κινηματογράφου
στο πανεπιστήμιο Paris 1 Panthéon-Sorbonne
Ο ποιητής Σωκράτης Καψάσκης
(Aπό το κείμενο που εκφωνήθηκε στο αφιέρωμα)
Στις ποιητικές συλλογές του Σ Κ, διακρίνει κανείς όλα σχεδόν τα στοιχεία της μοντερνιστικής ποίησης: συνειρμική λειτουργία της μνήμης, εικονοποιεία, σκοτεινότητα συναισθημάτων και κυρίως το δραματικό στοιχείο της γραφής.. Η κάθε έννοια που χρησιμοποιεί, η κάθε εικόνα γεννά πάμπολλους συνειρμούς και ερμηνείες. Είναι δηλαδή ποίηση που ‘σχηματίζεται’ και ‘ανασχηματίζεται’ με κάθε ανάγνωση, και επιδέχεται τόσες ερμηνείες όσες και οι αναγνώσεις. Είναι επομένως πολύσημη, συμβολική, στοχαστική, συχνά αινιγματική, ξεκάθαρα περιγραφική και πάντοτε υπαρξιακή.. ο ΣΚ αποτυπώνει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τη θέαση του για τον κόσμο και την ιστορία, την ιδεολογία του, ενίοτε τις εμμονές και τους φόβους του, αλλά πάνω απ’ όλα την πολυπλοκότητα της ίδιας της ύπαρξης που είναι συχνά συνυφασμένη με τη μοναξιά και τη βαθιά απογοήτευση για μια εποχή που έχει αλλάξει ριζικά, διαψεύδοντας τις προσδοκίες μας κι αποστερώντας μας ένα μέλλον πιο φωτεινό, τους ήρωες από την ηρωική τους διάσταση. Για αυτό και η μελαγχολία είναι διάχυτη σε όλους σχεδόν τους στίχους του για όλα εκείνα που διασαλεύτηκαν ή χάθηκαν μέσα στο χρόνο.
«Οι ήρωες κοιμούνται τα χαράματα/περπατάνε στους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες/συλλογίζουνται τους φίλους τους μα έχουν όλοι πεθάνει./ Οι ήρωες όταν περνάνε το γεφύρι σκέφτουνται τα βουνά/όταν κοιτάζουν τ’ άστρα δε λησμονάνε τα δέντρα/όταν μετανοιώνουν θλίβουνται αλλά δεν αλλάζουν./ Οι ήρωες είναι μονάχοι σαν τη θάλασσα/είναι σιωπηλοί σαν τα φυτά/είναι ανεξήγητοι χωρίς ένα δικό τους θάνατο./ Οι ήρωες, λένε, δεν υπάρχουν, είναι ένα φριχτό όνειρο/που βλέπουμε περπατώντας στο δρόμο/ανάμεσα σε δυο βιτρίνες νεωτερισμών.»
Η διαχρονία των θεμάτων που πραγματεύεται, η θεωρητική διερεύνηση που αφορά σε κρίσιμα ζητήματα τη ζωής, έτσι όπως αναπτύσσονται μέσω του ποιητικού λόγου καθιστούν τον ΣΚ ένα από τους σημαντικότερους ποιητές της γενιάς του. Ιδιαίτερα στις δυο πρώτες συλλογές του που τιτλοφορούνται «Αισθήσεις,» 1953, και « Εφημερίδα» 1955, ο Σ Κ υπηρετεί ξεκάθαρα τη δραματική αφηγηματική ποίηση, ενώ συγκεντρώνει τις βασικές «προυποθέσεις» της μεταπολεμικής ποίησης: έμφαση στο τοπίο, την αναπόληση του παρελθόντος με ένα αίσθημα δυσθυμίας, την αναζήτηση μιας αυθεντικότερης ζωής.. Κι όλα αυτά με μια εκπληκτική νοηματική φόρτιση λέξεων και εννοιών και τη χρήση μιας πρωτότυπης συμβολικής γλώσσας. Παρά το νεαρό της ηλικίας του ποιητή, η εμβάθυνση του στα ουσιώδη νοήματα της ζωής, η οξύνοια, η διεισδυτικότητα και η βαθιά αίσθηση των πραγμάτων που τον απασχολούν είναι εντυπωσιακά. Η ιστορική μνήμη που αποτελεί ένα σπουδαίο τόπο της ποίησης του, επικρατεί στα περισσότερα ποιήματα του και εδώ συνταυτίζονται σχεδόν πάντα με το ατομικό ή προσωπικό βίωμα, ώσπου συχνά δεν μπορεί κανείς να διακρίνει το ένα από το άλλο ως υποκείμενα της ποίησής του. Η φύση είναι ο τόπος πάνω στον οποίο διαδραματίζεται το υπαρξιακό δράμα του ανθρώπου, άλλωστε, η μοναξιά του ποιητή συγκρίνεται σχεδόν πάντα με άνυδρα ή σκοτεινά τοπία. Στα ποιήματα αυτά ο Σ Κ αποτυπώνει τους βαθύτερους προβληματισμούς του για τη ζωή, το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας εκείνης της εποχής, τον έρωτα, τη φιλία, τη μοίρα του σώματος στο πέρασμα του χρόνου, την αναπότρεπτη φθορά του, την αλλοίωση των πραγμάτων μέσα στο χρόνο. Στο ποιητικό του σύμπαν του ΣΚ οι έννοιες και τα ποιητικά υποκείμενα αποκτούν σάρκα και οστά, αισθήματα και ανθρώπινες λειτουργίες.. «Τον δρόμο τον βασανίζουν οι βροχές και τα άλογα, δεν ξαποσταίνει./νυχτερινοί περιπατητές και το βαρύ άστρο της αυγής/γέρικο δέρμα κάτω από τα πέλματα υποφέρει/την τάξη της συμμετρικής παρέλασης/και του νεκρού το σήκωμα με την επίσημη εκφορά/ο δρόμος/ άσπρο κατέβασμα φωτός επίμονου/παραμένει». Ο έρωτας συνυφαίνεται με υποβλητικά τοπία, που μοιάζουν να απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της σκέψης του αλλά και της έκτασης των ποιημάτων, ενώ το αντικείμενο του πόθου είναι ‘θολό και ουδέποτε δεσπόζει στο κέντρο της «εικόνας» που περιγράφει με ευλαβική προσήλωση, αποδίδοντας στο ίδιο αυτό τοπίο, ανθρώπινα χαρακτηριστικά. «..μα εκεί λίγο πιο πέρα χαμηλά η θάλασσα δροσερή/σα μάνα που στοχάζεται λόγια παράξενα για αυτόν που λείπει/ έτσι περίπου/και το τοπίο αυτό αλλάζει κάποτε/στενεύει, σκύβει και φοβάται σε ώρα βροχερή απλώνεται/ βράδια ζεστά με το φεγγάρι και μπορείς να το μετρήσεις/αν θελήσεις./ μα έτσι καθώς το μεσημέρι βγήκες από τα νερά/και επρόσφερες τις λέξεις «βάθυνα» κι «εσύ»/η θάλασσα, έτσι όπως ξάφνου λύνεται μια κόμη, λύθηκε κι ανεβαίνοντας με μιας τα σκέπασε όλα./ Τα δέντρα, το λαγκάδι το αμμοχάλικο είχανε χαθεί ανεξήγητα/κι εκείνο που χε μείνει μόνο μες στα δάκτυλα και τα μάτια μου/ήταν το πρόσωπό σου.
Ιδικότερα στη συλλογή του Εφημερίδα, Ιδιωτική έκδοση , Αθήνα 1955, και εμπεριέχει 18 ποιήματα, ο Καψάσκης εμπνέεται από την επικαιρότητα της εποχής. Εμπνέεται δηλαδή από κείμενα εφημερίδων η γεγονότα που του προκαλούν άλλοτε κατάπληξη και άλλοτε αποστροφή. είναι φανερό οτι τα θέματα που πραγματεύεται εδώ υπήρχαν μέσα στον ποιητή ως προβληματικές, ή ως τραύματα και βρίσκουν εδώ στους στίχους του την έκφραση.
Αναφερόμενος σε ειδήσεις καταθέτει τις δικές του απόψεις για το κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, διατηρώντας μια αδρή δόση ειρωνείας ή χλεύης που του προκαλεί η διάψευση, «Με όνειρα συντηρούμαι, βασανίζουμε από εφιάλτες/ χαρτιά που με κοιτάν και τα κοιτάζω καθώς πρόσωπα, προσώπων φτερουγίσματα/ καθώς πουλιά κι ύστερα σβήνουν/σε μεσημέρι ακίνητο πάνω από το δάσος του νησιού/ το πρόσωπο κάποιας γυναίκας πηγαινοέρχεται μέσα στα μάτια μου/πότε κοιτάζει πέρα τη μισοξεχασμενη πόρτα και χαμογελά/και πότε με αγωνία ψάχνει πάνω στη λευκή κοιλιά της/το ελάχιστο σημείο της λέπρας που απλώνει…..» Ενώ η αλλοτρίωση , οι δραστικές αλλαγές ή μεταλλάξεις/μεταμορφώσεις της αστικής ζωής αποτυπώνονται έξοχα στους επόμενους στίχους, από το ποίημά του ‘προετοιμασία πολέμου.. «Το δάσος που ένιωσες κάποιαν αυγή την άνοιξη/έγινε τώρα μεταλλείο και πετρελαιοπηγή/η πολιτεία που σε ανακήρυξε ήρωα και άγιο/ μετανοεί/ δίχως αντάλλαγμα κάτω από τη μούχλα του βάλτου.»
Για τα ποιήματά του: «ΟΗΕ», «Συνέντευξη με ένα πρόσωπο σημαντικό», «Επιστροφή απ’ τον πόλεμο» που ανήκουν στην ίδια αυτή συλλογή, αποφεύγει τις δραματικές διατυπώσεις και γίνεται ένας αποστασιοποιημένος καταγραφέας γεγονότων της καθημερινότητας της εποχής του ’50. Αλλά η αποστασιοποιημένη αυτή στάση είναι μόνο τα πρόσχημα. Η ειρωνεία του λόγου, ο υποφόσκων σαρκασμός, το κριτικό πνεύμα κλπ λειτουργούν υποδόρροια καθιστώντας την εμπλοκή των συναισθημάτων της δικής του προσωπικής άποψης αναπότρεπτη, όσο και αναγκαία.. Για παράδειγμα, στο σπονδυλωτό ποίημα του με τίτλο « Το Εικοσιτετράωρο», απ’ όπου και το «Απωλέσθη κύων» η ίδια αυτή ‘απόσταση’ που παίρνει από τα πράγματα, καταρρίπτεται μέσα από τον ειρωνικό λόγο και το ύφος της γλώσσας που χρησιμοποιεί, θέλοντας έτσι να επισημάνει την αδιαφορία μας, την εξοικείωση μας με το τραγικό και το παράλογο, σε τέτοιο βαθμό που οι ειδήσεις γύρω από τα πιο ουσιώδη και σημαντικά μοιάζουν να περνούν απαρατήρητες. Πρωί πρωί στην εφημερίδα τραγικό το γεγονός / του αεροπορικού δυστυχήματος. Τριάντα δύο νεκροί./ Το τσάι το ξέχασα πάνω στο δίσκο, κρύωσε/ μου θύμισε την κλινική του Sir Edwards, φυματιολόγου/ Σκωτία, 1913, μήνας Μάιος. / Πέρα μακριά το τραίνο κοίταζα από τη βεράντα. // Στην τέταρτη σελίδα / βρήκα την είδηση για τη μικρή μου Lucky. / Ανάξιο το ποσό της αμοιβής, τελείως ασήμαντο / και τα γράμματα μικρά και πλάγια/ όπως στη γραφή της Βιβλικής Εταιρείας, έκδοση Λονδίνου./
Το 1988 ο Σωκράτης Καψάσκης θα δημοσιεύσει τη « Σκάλα», ένα έξοχο δείγμα αλληγορικής ή μετα-υπερρεαλιστικής ποίησης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για την ποιητική αφήγηση ενός κατακερματισμένου ονείρου, στο οποίο ο ποιητής βλέπει πως κατεβαίνει μια σκάλα μαζί με αμέτρητους άλλους ανθρώπους. « Είδα μέσα στο όνειρό μου πως κατέβαινα μια σκάλα/ δεν ήμουν μόνος/ Είμαστε κι άλλοι πολλοί στα σκαλοπάτια..» Η σκάλα συγκροτεί υπέρτατο συμβολισμό, οι εικόνες μοιάζουν να ανασύρονται ορμητικά από το υποσυνείδητο, ενώ ενώ παράλληλα δίνουν διαφορετικό νόημα στην ανθρώπινη εμπειρία.
Η αφήγηση διακτινώνεται σε περιγραφές ανθρώπων, ( πρόσωπα που δεν έχουν ‘απτή’ οντότητα) εικόνες και σκέψεις του υποκειμένου για την απροσδιόριστη συχνά αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά , τη διάθεση τις ενέργειες τους αλλά και τη θέση τους στα σκαλοπάτια: άλλο ένα σύμβολο που επαναλαμβάνεται διαρκώς. Η σκάλα μοιάζει να έχει τη δική της ‘ζωντανή’ παρουσία , την αυτονομία της, αφού μετασχηματίζεται και μεταμορφώνεται διαρκώς. «..μου άρεσε να σκέφτομαι πως με κάποιο τρόπο έβρισκα τη δύναμη, σαν ασκητής ή σαν άγιος, να βγω έξω από το σώμα μου που ολοένα κατέβαινε και να υψωθώ πάνω από αυτή τη στριφογυριστή σκάλα, ψηλά, πολύ ψηλά, πολύ ψηλά, κερδίζοντας μια τέλεια εποπτεία του χώρου…» Η χρήση του συγκεκριμένου συμβόλου αλλά και των εννοιών που περικλείει, οι σκοτεινές εικόνες που δημιουργεί, ο ασθμαίνων ρυθμός, η αγωνία που αποπνέουν οι στίχοι, η παραληρηματική διάθεση των υποκειμένων, παραπέμπουν στην Κόλαση του Δάντη, την Έρημη χώρα του Ελιοτ ενώ συνομιλεί και με άλλες φιλοσοφικές και λογοτεχνικές και αφηγήσεις. Η ίδια η έννοια της κατάβασης θυμίζει την κεφαλαιώδη περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης του Καμύ, (μόνο που εδώ, η ζωή είναι μια περιπέτεια καθόδου και όχι σκαρφαλώματος, μια περιπέτεια ‘σκοτεινής και απροσδιόριστης’ κατάδυσης.. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες συλλογές που απαρτίζονταν από μεγάλου μήκους αφηγηματικά ποιήματα, η ποίηση εδώ ‘συντομεύει’, κυρίως προς το τέλος της συλλογής γίνεται ελλειπτική. Τα ποιήματα «συρρικνώνεται» σε μια ή δυο αράδες, χωρίς όμως ποτέ να χάνουν την συναισθηματική τους φόρτιση, συχνά θυμίζοντας αφορισμούς για τη ζωή και τον θάνατο,:«..κανένας δεν έτρεξε γρηγορότερα για να φτάσει» Κι όλα μαζί οι στίχοι απαρτίζουν ένα ποίημα εν προόδω, όπου πρωταγωνιστεί ο ίδιος άνθρωπος που απεικονίζεται παραστατικά μαζί με την εναγώνια προσπάθεια του να κατανοήσει τη σημασία της ζωής, το βαθύτερο νόημά της, να θυμηθεί, και να αξιολογήσει τα του βίου του και τέλος να « φθάσει» στον στόχο του που δεν είναι άλλος από το να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του μέσα στο χρόνο. Άραγε θα τα καταφέρει; Οι καταληκτικοί στίχοι της συλλογής δίνουν τη φιλοσοφική θεώρηση του γράφοντος:. «Και μείναμε ο ένας πλάι στον άλλο, πίσω από τον άλλο, μπρος από τον άλλο, σε ένα βαθύ σκοτάδι» / «θα ‘λεγε κανείς, σε μια θέση αναμονής, που όμως τώρα ξέραμε πως δεν περιμέναμε τίποτα.»
Ομιλία Τάσου Γουδέλη:
Ένα κοινωνικό ντοκιμαντέρ ύφους
Το ντοκιμαντέρ των Κώστα Σφήκα και Σταύρου Τορνέ Θηραϊκός Ορθρος που θα προβληθεί πρώτο, γυρίσθηκε το 1968. Δυστυχώς η λογοκρισία της Χούντας έκοψε το σπικάζ με τη φωνή τηςν Χριστίνας Κουτσουδάκη, γιατί το θεώρησε αριστερών αποχρώσεων. Έτσι δεν έχουμε σήμερα στα χέρια μας ολοκληρωμένη την ταινία για να εισπράξουμε τη συνολική σκηνοθετική άποψη για το θέμα.
Ουδέν κακόν όμως αμιγές καλού, διότι προσωπικά εντυπωσιάσθηκα από ορισμένα πλάνα χωρίς φωνή οφ στα οποία από την μπάντα ακούγεται μόνον ο αέρας. Εάν σκεφτούμε, μάλιστα, ότι στις κατοπινές ταινίες του Σφήκα η σιωπή είναι συστατικό αισθητικό στοιχείο τους, τότε εξαιτίας ενός λάθους η σιωπή εδώ γίνεται άποψη. Είναι γνωστό ότι καμιά φορά οι λογοκριτές βοηθούν τους δημιουργούς, πότε ακούσια και πότε εκούσια. Πολλά τα παραδέιγματα και από τη λογοτεχνία…Αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία.
Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1968 και στην Αθήνα παρουσιάσθηκε τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς στο Στούντιο κάποιο πρωί Κυριακής μαζί με άλλες ταινίες μικρού μήκους παρουσία των σκηνοθετών. Έλειπε ο Σταύρος Τορνές, που ήταν στην Ιταλία. Θυμάμαι ότι ανέβηκε πρώτος στη σκηνή ο Σφήκας μετά την προβολή, ακολούθησαν άλλοι σκηνοθέτες: ο Παπαστάθης, ο Ζώης και άλλοι. Τελευταίος ανέβηκε ο Αγγελόπουλος που είχε γυρίσει τότε την Εκπομπή.
Ακολούθησε συζήτηση με το κοινό και κριτικούς, τον Μπακογιαννόπουλο, τον Τσιρμπίνο και άλλους. Έκανε παρεμβάσεις και ο Αλέξης Δαμιανός.
Μιας και μίλησα για την μπάντα του Ορθρου να αναφέρω ότι οι ψαλμωδίες που ακούγονται, προέρχονται από λειτουργία στην οποία έψαλλε ο πατέρας του Παντελή Βούλγαρη, ενώ οι ήχοι από τις οπλές των αλόγων είναι δανεισμένες από γουέστερν.
Η ταινία αυτή εντάσσεται στην πρώτη περίοδο των δύο σκηνοθετών. Όσον αφορά τον Κώστα Σφήκα, να πω ότι ήταν η τρίτη μικρού μήκους ταινία του (οι δύο προηγούμενες ήταν Τα εγκαίνια -1961- και η Αναμονή-1962) και κλείνει έναν κύκλο ρεαλιστικής αναπαράστασης με νεορεαλιστικό περιεχόμενο. Όσο για τον Σταύρο Τορνέ να σημειώσω ότι είναι, αν θέλετε, μια ταινία αρκετά απομακρυσμένη σε πολλά σημεία της από την ποιητική προβληματική του που θα ακολουθήσει.
Ας θυμηθούμε τι έγραφε ο Κώστας Σφήκας για την ταινία, που «διεισδύει», όπως θέλουν οι σκηνοθέτες, « στις μορφές εκμετάλλευσης της τουριστικής ανάπτυξης στο ομώνυμο νησί»
«Στην αναζήτηση ενός χώρου που η κοινωνική του σύνθεση και η σκηνική του μορφή συγκεντρώνει τα κύρια στοιχεία του ελληνικού προβλήματος, το νησί Θήρα προσφέρεται για έναν κινηματογραφιστή σαν αληθινό εύρημα, μια πολύ βολική τελική μικρογραφία. Πρωτόγονη αγροτική οικονομία, σκιώδης βιομηχανία, δουλικός τουρισμός, αργή αλλά σταθερή εγκατάλειψη, και ο λαός που επάνω του δεσπόζουν προαιώνιες παραδόσεις και γνωστοί οικονομικοί μηχανισμοί. Ακόμα και οι σεισμικές απειλές προσφέρουν μια ανέλπιστη προέκταση. Αυτή η πολύμορφη αντιφατικότητα του συνόλου επέβαλε διάφορους αφηγηματικούς άξονες, που οι τομές τους καθορίζουν την περιφέρεια ενός φαύλου κύκλου. Έπρεπε να δέσουν σε μια ενότητα τραγικά, σατιρικά, επικά, λυρικά στοιχεία, ν’ απαλλαγούν από οποιονδήποτε νατουραλιστικό χειρισμό στην ηχητική πλαισίωση, ν’ αποκτήσουν μουσική έκφραση που να πηγάζει από την παράδοση αλλά που νάναι ταυτόχρονα σημερινή αντιμεταφυσική κραυγή του πάσχοντα».
Στην πράξη το ντοκιμαντέρ αυτό, ένα από τα πιο υποδειγματικά του είδους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, αποτυπώνεται στη μνήμη όντως ως μία μουσική σύνθεση εικόνων και ήχων, η οποία σχολιάζοντας την κοινωνική κατάσταση του νησιού στη δεκαετία του ’60, ως δομή υποβάλλει καθώς περνά από τον άνθρωπο στο τοπίο με ευφυείς ποιητικές γέφυρες, ανοίγοντας ταυτόχρονα πειραματικό διάλογο με το κινηματογραφικό μέσο. Το αποτέλεσμα δεν είναι απλώς το προιόν μιας σύλληψης του γεγονότος εν τω γίγνεσθαι αλλά καρπός μιας στοχαστικής ματιάς στα στοιχεία ενός κόσμου αντιθέσεων μεταξύ κοινωνικών τάξεων, ανθρώπου και Φύσης.
Η πτώση
Το δεύτερο φιλμ Ο τελευταίος πειρασμός έχει την υπογραφή του Σωκράτη Καψάσκη . Είναι γυρισμένο το 1964. Από πλευράς περιεχομένου εντάσσεται σε αυτό που θα ονομάζαμε αστικό δράμα. Είναι βασισμένο ελεύθερα στην ανέκδοτη νουβέλα του Γιάννη Μαρή Το τελευταίο καλοκαίρι, γραμμένη το 1961, που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στο περιοδικό ΘΕΑΤΗΣ.
Η νουβέλα αυτή έχει στοιχεία νουάρ και μελοδραματικά. Ο βασικός κορμός της ιστορίας του Μαρή διατηρείται σεναριακά με αρκετές, όμως, αλλαγές.
Με δυο λόγια ο μύθος αφορά τη σχέση ενός ηλικιωμένου αθηναίου μεγαλοχειρουργού με μια τυχοδιωκτικού τύπου νεαρή ακροβάτιδα Σχέση η οποία έχει μοιραίες συνέπειες.
Ο Μαρής αλλά και ο Καψάσκης (αμφότεροι άτομα με παιδεία) είχαν σίγουρα υπόψη τους τον Καθηγητή Ούνρατ του Χάινριχ Μαν , μυθιστόρημα που βασίσθηκε ο Γιόζεφ φον Στερνμπεργκ για να γυρίσει τον θρυλικό Γαλάζιο άγγελο , από τα κορυφαία φιλμ του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Όπως επίσης θα είχαν δει και το μεταγενέστερο ανάλογο θεματικά φιλμ του Φριτς Λανγκ Η σκύλα
Και τα δύο αυτά φιλμ παρακολουθούν την πτώση, τον εξευτελισμό και την ταπείνωση των ηλικιωμένων ηρώων τους που γίνονται θύματα αδίστακτων θηλυκών. Στην πρώτη περίπτωση θύμα της φαμ φατάλ είναι ένας ευπόληπτος καθηγητής αυστηρού γερμανικού σχολείου, ενώ στη δεύτερη ένας επίσης κομφορμίστας αμερικανός ταμίας τραπέζης.
Η νουάρ ατμόσφαιρα και των δύο κλασικών ταινιών πρέπει να είλκυσε, λοιπόν, συγγραφέα και σκηνοθέτη, με αποτέλεσμα νουβέλα και φιλμ, να είναι προσαρμοσμένα στην ηθολογία της ελληνικής πραγματικότητας της δεκαετίας του ’60.
Ο τελευταίος πειρασμός παραπέμπει καταδηλωτικά στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο ήρωας, ένας αστός χήρος, μεγαλογιατρός περασμένης σχετικά ηλικίας, με κόρη παντρεμένη και κοινωνική προβολή, όταν υποκύπτει στα θέλγητρα της αδίστακτης νεαρής ακροβάτιδας και γίνεται όργανό της. Είναι και η τελευταία ευκαιρία του να παίξει ένα ρόλο έξω από τις συνήθειες και τις ιδέες του.
Εμείς παρακολουθούμε τη διελκυστίνδα ανάμεσα σε αυτόν και την ελευθέρια κοπέλα, την παγίδευση αλλά και την αυτοπαγίδευσή του στα ανεξέλεγκτα, καταστροφικά του αισθήματα.
Μπορεί το φιλμ να έχει ρυτίδες σε πολλά επίπεδα, θύμα της υψηλόφωνης δραματουργίας του. Αν το δούμε, όμως, ιστορικά, σε σύγκριση με τις ευκολίες της γενικότερης παραγωγής της εποχής, πρέπει να αντιμετωπίσουμε τουλάχιστον θετικά την τολμηρή του θεματολογία.
Σε μια περίοδο σερβιρισμένων συνταγών καλών αισθημάτων και γλυκερών μηνυμάτων, η σκληρή εξιστόρηση μιας ατομικής πτώσης αποτελούσε εξαίρεση
Να το επαναλάβω: το φιλμ εγγράφει πολλά ημαρτημένα της παλιάς ελληνικής παραγωγής, που μας κάνουν να μειδιούμε σήμερα, όπως έκανε πάντα και τον ίδιο τον Σωκράτη εξάλλου, που το είχε αποκηρύξει όπως και όλες τις ταινίες του.
Διαθέτει, όμως, παρ’ όλ’ αυτά μια καθαρή και ευθεία ματιά απέναντι στο αρχετυπικό ζήτημα της αδιέξοδης σύγκλισης των ανομοίων, και πιο συγκεκριμένα της εξευτελιστικής μοίρας που επιφυλάσσει η πραγματικότητα σε εκείνον που πιστεύει ότι μπορεί αν αψηφήσει τους σκληρούς βιολογικούς αλλά και κοινωνικούς παγιωμένους νόμους.
Ο ήρωας είναι «χαμένος» εξ ορισμού, και νομίζοντας ότι δίνει στον εαυτό του μια τελευταία ευκαιρία να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, καταρρακώνεται. Η μυθολογία της γερμανικής πεσιμιστικής παράδοσης που εμπότισε το νουάρ, εδώ έχει τον πρώτο λόγο. Ο ήρωας, άθυρμα των ενστίκτων και των αισθημάτων του, αφήνοντας να παρασυρθεί μοιρολατρικά από τη ζωική γυναίκα, αυτοκτονεί και κοινωνικά. Αναλογίες υπάρχουν σε ορισμένα σημεία και με το «Τελευταίο ηλιοβασίλεμα» το κλασικό θεατρικό του Χάουπτμαν, που μιλά με άλλους, βέβαια, δραματουργικούς όρους για ένα σχετικό πνέυμα. Εκεί οι κοινωνικές συμβάσεις της γερμανικής κοινωνίας των αρχών του περασμένου αιώνα διαλύουν την πλατωνική ερωτική σχέση μεταξύ ενός ηλικιωμένου συμβούλου της Αυλής και μαις νεαρής κοπέλας που τον θαυμάζει.
Η ένωση της μεγάλης ηλικίας με τη μικρή είναι ανέφικτη, ιερόσυλη και οι παραβάτες τιμωρούνται. Στην ταινία έρχεται να μας το θυμίσει η αδίστακτη γυναίκα που γίνεται ο καταλύτης των δραματικών εξελίξεων. Η αρνητική της παρουσία υπογραμμίζει το αφύσικο της πράξης του ηλικιωμένου που πηγάινει κόντρα στον φυσικό νόμο και πληρώνει το τίμημα.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
Ομιλία Αρετής Καλεσάκη
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Σωκράτη Καψάσκη
Ομολογώ πως διάβασα το μυθιστόρημα του Σωκράτη Καψάσκη «Πίσω από το χαμόγελο» στις αρχές Οκτωβρίου όταν μου πρότεινε ο αγαπημένος και πολύτιμος φίλος, ο Βασίλης Βαφέας , να μιλήσω γι’ αυτό στο τριήμερο αφιέρωμα στη μνήμη του σημαντικού έλληνα δημιουργού.
Στα διαβάσματά μου προτιμώ την ποίηση κι έτσι δεν είχε τύχει μέχρι τότε να έχω διαβάσει πεζό του Καψάσκη. Κι ίσως επειδή προτιμώ την ποίηση, το πρώτο που μου ήρθε στο νου διαβάζοντας το «Πίσω από το χαμόγελο» ήταν ο στίχος του Κωστή Μοσκώφ από τη συλλογή του « Για τον έρωτα και την επανάσταση» : Ο έρωτας δεν ήταν για μας γέφυρα·
τρόμαξες·..»
Γιατί αυτή ήταν η κατακλείδα του μυθιστορήματος του Καψάσκη Ένας άντρας και μια γυναίκα, κοντά στα 40 , που υπήρξαν εραστές και σύντροφοι την εποχή που ονειρεύονταν την επανάσταση, παντρεμένοι και με παιδιά πλέον αμφότεροι, συναντώνται συμπτωματικά. Η συνάντησή τους προκαλεί την ανάφλεξη – όπως γράφει ο Τσακνιάς στην κριτική του- ενός υπνώττοντος ηφαιστείου του οποίου η λάμψη «καταυγάζει τη ζωή των δύο εραστών, αλλά κυρίως φωτίζει τα σκοτάδια και τα αδιέξοδά τους». Αδιέξοδα υπαρξιακά, ιδεολογικά, συναισθηματικά… Εκείνη είχε μείνει πιστή στο κίνημα, εκείνος είχε υπογράψει δήλωση μετανοίας. Εκείνη παντρεύτηκε έναν λαϊκό φορτηγατζή ζώντας μια ζωή συμβατική στην ελληνική επαρχία. Εκείνος έγινε επιτυχημένος αρχιτέκτονας και ο γάμος του πέρασε στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων. Στην τυχαία τους συνάντηση το εν υπνώσει ηφαίστειο εκρήγνυται. Κι εκεί στην έκρηξη κυριαρχεί η μνήμη των σωμάτων, του έρωτα, της επανάστασης. Γιατί όπως γράφει και ο Σρέκο Χόρβατ ο έρωτας και η επανάσταση έχουν κάτι κοινό. Το πρώτο πράγμα που συμβαίνει σε επαναστάσεις είναι πολύ παρόμοιο με αυτό που συμβαίνει όταν ερωτεύεσαι. Πιάνεις τον εαυτό σου να βρίσκεται σε μια δημόσια πλατεία και βιώνεις μια έντονη στιγμή που είναι πολύ συγκεκριμένη γιατί αυτό συμβαίνει μόνο σε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ίσως και μόνο μια φορά στη ζωή σου. Αλλά κατά κάποιο τρόπο αυτή η πολύ ξεχωριστή στιγμή είναι ήδη καθολική. Το ίδιο συμβαίνει και στον έρωτα. Μπορείς να ερωτευτείς ένα πρόσωπο που είναι πολύ συγκεκριμένο ιδιαίτερο και μοναδικό αλλά την ίδια στιγμή, αυτή είναι ακριβώς και η στιγμή που εισέρχεσαι στην καθολικότητα».
«δηλαδή, τι θέλεις να πεις; -ρωτά ο πρωταγωνιστής- ότι η ζεστασιά και η ζωντάνια της επανάστασης δεν κινδυνεύουν παρά μόνο από μας τους δύο; Ότι η επανάσταση έχασε τη ζεστασιά και τη ζωντάνια της όταν υπέγραψα εγώ κι όταν εσύ τα παράτησες κι έφυγες στην Καβάλα;
Όχι, λέει εκείνη. Θέλω να πω ότι ανεξάρτητα από το πόσο ζεστή και ζωντανή ήτανε η επανάσταση κείνη την ώρα εμείς με μια δική μας απόφαση την παγώσαμε μέσα στο κορμί και το μυαλό μας, θέλω να πω ότι εμείς που μεγαλώσαμε μαζί με την επανάσταση που περίπου γεννηθήκαμε ή ξυπνήσαμε μαζί της εμείς οι ίδιοι τη στιγμή που αποφασίσαμε να χωρίσουμε από αυτήν στερηθήκαμε κάτι που ήταν για μας πιο αναγκαίο από τον ήλιο το νερό ή το ψωμί και πως από τότε ό,τι μας συμβαίνει στην υπόλοιπη ζωή μας έχει την αιτία του σ΄αυτή τη στέρηση σε αυτή την αποκοπή από εκείνο που μας έτρεφε και μας ζέσταινε πάντα…»
Θυμούνται λοιπόν οι δυο εραστές αυτά που τους ενώνουν: τον έρωτα και την επανάσταση.
«…τώρα λέει, πριν αρχίσουμε να μιλάμε για τ’ άλλα που δεν έχουν σημασία, τώρα πες μου τι σκεφτόσουν δικό μου όλα αυτά τα χρόνια; Ρωτά η Ιωάννα
Καλά λέω, θα σου πω…το σώμα σου. Το σώμα σου στην αγκαλιά μου»
Εκείνη τολμά, χωρίζει και του ζητά να κάνει το ίδιο. Μα, ο έρωτας δεν ήταν γι’ αυτούς γέφυρα…εκείνος τρόμαξε! Θα μπορούσαμε να πούμε πειράζοντας λιγάκι το στίχο του Μοσκώφ.
Είναι αλήθεια πάντως πως προσωπικά αυτό που με συγκίνησε στο βιβλίο του Καψάσκη δεν ήταν η ερωτική ιστορία αυτή καθ’ αυτή, η τυχαία συνάντηση, το κοινό του έρωτα και της επανάστασης, η διάψευση, ο συμβιβασμός του πρωταγωνιστή, η συν-ευθύνη του – καθ’ ομολογίαν του- στη θλιβερή αρχιτεκτονικά αστική εικόνα. Συγκλονιστική η αναφορά του Καψάσκη σ’ αυτό το τελευταίο: « καθώς θάβαμε κάθε βράδυ αυτά τα όνειρα μέχρι που καταφέραμε να τα εξαφανίσουμε όλα και να μείνουμε γυμνοί κι έτσι να βάλουμε την υπογραφή μας σ ‘ εκείνο το χαρτί που μας άνοιγε την πόρτα της φυλακής και βγήκαμε έξω έτοιμοι να τους υπηρετήσουμε, κομμένοι και ραμμένοι στα μέτρα τους, έτοιμοι για τις πολυκατοικίες με τα δυάρια και τα τριάρια , με τις ελλιπείς προδιαγραφές με τα τσουρουτεμένα κλιμακοστάσια, την πρόχειρη αποχέτευση, την κακότεχνη κατασκευή, έτοιμοι να επαναλάβουμε το μοντέλο του προηγούμενου χτιρίου που έμπραχτα πραγματοποίησε κέρδος..» βγήκαμε από τη φυλακή έτοιμοι να δεχτούμε τις λοβιτούρες των μειοδοτικών διαγωνισμών, τα μπιλιετάκια και τα φακελάκια…»
Αυτά που περισσότερο με συγκίνησαν είναι οι μικρές ιστορίες μέσα στη μεγάλη ιστορία, μικρές ιστορίες σαν ταινίες μικρού μήκους που συνθέτουν κατόπιν μια μεγάλη.
Η περιγραφή της ταμία στο καφέ του σταθμού του τραίνου,
«κοιτάζει την πόρτα ποιος μπαίνει ποιος βγαίνει με προσέχει που την κοιτάζω και συνεχίζει το μέτρημα , ξύνει τη μασχάλη της με τσιμπήματα , όλες ίδιες είναι πίσω από το ταμείο…φριχτό πράγμα για μια γυναίκα να δουλεύει νύχτα….φτιάχνοντας τα φουστάνια σου πίσω από τον πάγκο, ανοίγοντας τα μεριά σου για ν’ αερίζεσαι μια στάλα καθώς δεν μπαίνει αέρας από πουθενά και συγκαίγεσαι καλά στριμώχτηκες μόνη σου εκεί μέσα πίσω από τον πάγκο κάθε νύχτα, αν σηκωθείς μπορώ να γνωρίσω τους γοφούς σου σε χίλιες γυναίκες με τα πάχια μαζεμένα εκεί από το καθισιό , το κορμί σου πεθαίνοντας κάθε νύχτα και μόνο τα μάτια σου ζωντανά και τα δάχτυλα να μετράνε και το στόμα πίνοντας κάτι όλη νύχτα για να περάσει η ώρα…»
Η περιγραφή του γέροντα στο σταθμό που τρώει τα κόλλυβα από την τσέπη του
«γύρισα το κεφάλι μου αργά και τον είδα νάρχεται καταπάνω μας. Ήτανε γέρος. Κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου κοιτάζοντας την είσοδο, έβαλε το χέρι του στην τσέπη του κουρελιασμένου παλτού του και χρησιμοποιώντας το σαν κουτάλα χτύπαγε τη φόδρα πάντα προς την ίδια κατεύθυνση μαζεύοντας το περιεχόμενο σε μια γωνία, ψίχουλα ίσως, ή σταφίδες τα μουστάκια και τα γένια του κίτρινα, όχι μάλλον καπνό από τσιγάρα τριμμένα στην τσέπη του, όταν έβγαλε το χέρι του είδα καθαρά , ήτανε στάρι από κόλλυβα πασαλειμμένα με ζάχαρη, άπλωσε την παλάμη του για να βλέπει καλά στο φως…..άδειασε την παλάμη του στο στόμα μερικοί κόκκοι πέσανε χάμω στο τσιμέντο κάμποσοι άλλοι πάνω στο στήθος και τα πόδια του…έβλεπα τα μάτια του να κοιτάζουν αφηρημένα το τσιμέντο , πρόσεξα τα μάτια του καθώς γύριζαν αργά στο τσιμέντο εξετάζοντας τα σχήματα που του προσφέρονταν , η ματιά του ακουμπώντας πάνω τους αναζητούσε κάτι, ίσως τοπία και πρόσωπα που κάποτε είχε συναντήσει και ποτέ του δεν είχε καταφέρει να πλησιάσει και ν’ αγαπήσει…»
το τραγούδι των δύο εραστών στο ξενοδοχείο
Έλα να τραγουδήσουμε λέει Τι; Να τραγουδήσουμε ένα από τα τραγούδια μας. Δεν θυμάμαι λέω, τόσα χρόνια…όχι τα θυμάσαι έλα.
Τι τα θέλουμε τα όπλα, λέει…ξεκίνα εσύ, εγώ θα κάνω σιγόντο όπως πάντα, όπως τότε και έτσι τραγουδήσαμε
Τι τα θέλουμε τα όπλα, τα κανόνια τα σπαθιά να τα φτιάξουμε εργαλεία να δουλεύει η εργατιά, τι τον θέλουμε τον στόλο , τον Αβέρωφ, το Κιλκίς να τα κάνουμε τραχτέρια να οργώνουμε τη γης..
Θα μπορούσα να εντοπίσω ή να διαβάσω αρκετές ακόμη μικρές ιστορίες μέσα στη μεγάλη. Θέλω να πω ότι αυτό που για μένα κυρίως αναδεικνύεται στο μυθιστόρημα του Καψάσκη είναι η κινηματογραφική του ματιά. Μια ματιά τρυφερή, πικρή και μια καρδιά συμπάσχουσα…
Θα τον θυμόμαστε τον Καψάσκη. Για τα γραφτά του, για τις ταινίες του, για την πολύτιμη παρακαταθήκη του, το Στούντιο.
Σας ευχαριστώ
Αρετή Καλεσάκη